- πολτῶδες
- πολτώδηςporridge-likemasc/fem voc sgπολτώδηςporridge-likeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμυλος — ἄμυλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αλέστηκε σε μύλο 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ ἀμυλος ή τὸ ἄμυλον α) πίτα από λεπτό αλεύρι β) πολτώδες παρασκεύασμα που τρώγεται, κουρκούτι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄμυλον βλ. άμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύλη… … Dictionary of Greek
αλευριά — η [αλεύρι] πολτώδες παρασκεύασμα από αλεύρι και νερό, χυλός, κουρκούτι … Dictionary of Greek
κατάπλασμα — το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) [καταπλάσσω] ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί… … Dictionary of Greek
κορδάτος — η, ο [κόρδα] (για πολτώδες γλύκισμα) αυτό που κατά τη ροή του έχει δέσει αρκετά, που η ροή του μοιάζει με κορδόνι … Dictionary of Greek
κόρδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 94 μ., 258 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 33 χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλάνων. * * * η (Μ κόρδα) 1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή… … Dictionary of Greek
οδοντόπαστα — η πολτώδες φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σκορδαλιά — η, Ν πολτώδες καρύκευμα από χτυπημένο σκόρδο, λάδι και ξίδι ή λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + ἀλιάδα* (< ιταλ. agliata < aglio «σκόρδο» < λατ. allium)] … Dictionary of Greek
σπάτουλα — η, Ν 1. εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη 2. μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spatola] … Dictionary of Greek
σπατουλάρω — Ν [σπάτουλα] 1. απλώνω πολτώδες υγρό και λειαίνω την επιφάνεια του με τη χρησιμοποίηση σπάτουλας 2. μτφ. κολακεύω με γλοιώδη τρόπο … Dictionary of Greek
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek